- στρωματοφύλαξ
- στρωμᾰτο-φύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ, ἡ,A one who has the care of the bedding, tablecloths, etc., Plu.Alex.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρωματοφύλαξ — ακος, ό, ἡ, Α φύλακας τών στρωμάτων, αυτός που είχε την επιστασία τών κλινών, τών τραπεζιών κ.α. επίπλων («ὁ ἐπὶ τῶν στρωματοφυλάκων τεταγμένος ἀνήρ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῶμα, ώματος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
στρωματοφυλάκων — στρωματοφύλαξ one who has the care of the bedding masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek